- θολοειδῶς
- θολοειδήςlike aadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολοειδής — ές (Α θολοειδής, ές) αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με θολία* 2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη. επίρρ... θολοειδώς (Α θολοειδῶς) με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek